κοιλεντερωτά

κοιλεντερωτά
τα
ζωολ. τα κνιδόζωα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. coelenterata < coel- (πρβλ. κοῖλος) + -enter- (πρβλ. ἔντερον) + κατάλ. -ata (< λατ. -atus), που αποδίδεται ως -ωτά, πληθ. ουδ. τής -ωτός. Η λ. μαρτυρείται από το 1877 στο περιοδικό Όμηρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κοιλεντερωτά — τα ασπόνδυλα υδρόβια ζώα (μέδουσες, σφουγγάρια κτλ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοιλεντερωτά ή κοιλεντερόζωα — Παλαιά ονομασία του φύλου των κνιδοζώων. Βλ. λ. κνιδόζωα …   Dictionary of Greek

  • ακράσπεδα — Ζώα κοιλεντερωτά του είδους των ακαληφών. Διακρίνονται από το δισκοειδές σώμα τους. Έχουν χείλια σε σχήμα ομπρέλας, που παρουσιάζουν οκτώ και σπανιότερα δώδεκα ή δεκαέξι σαρκώδη εξογκώματα, μέσα σε ειδικές κοιλότητες. Τα α. είναι το πιο τέλειο… …   Dictionary of Greek

  • αβγό — (γράφεται και αυγό). Ο τύπος α. προέρχεται από το μεσαιωνικό αβγόν και αυτό από το αρχαίο ωόν.Ο Γ. Χατζηδάκις αναφέρει σχετικά με τις φωνητικές εξελίξεις του νεότερου από το αρχαίο, τα εξής: από τον πληθυντικό του αρχαίου τα ωά προκύπτει ο τύπος… …   Dictionary of Greek

  • κτενοφόρα — Φύλο αποκλειστικά θαλάσσιων οργανισμών, με ευρεία εξάπλωση, το οποίο παλαιότερα κατατασσόταν στα κοιλεντερωτά, μαζί με τα κνιδόζωα. Πρόκειται για ζώα με μορφή μέδουσας, στα οποία όμως η ακτινωτή συμμετρία έχει μετατραπεί σε αμφιακτινωτή με την… …   Dictionary of Greek

  • υδρόζωα — Ομοταξία κοιλεντερωτών. Στην oμοταξία αυτή υπάγονται κοιλεντερωτά ζώα των οποίων η ακτινωτή κατασκευή έχει ως βάση 4, 6 ή περισσότερες ακτίνες. Τα κοιλεντερωτά αυτά έχουν τη μορφή μέδουσας ή πολύποδων. Οι πρώτες κολυμπούν ελεύθερα, έχουν μορφή… …   Dictionary of Greek

  • αναπνοή — Γενική βιολογική διαδικασία με την οποία οι ζώντες οργανισμοί παίρνουν από το περιβάλλον οξυγόνο και αποδίδουν διοξείδιο του άνθρακα. Το οξυγόνο είναι απαραίτητο στις οξειδωτικές εξεργασίες που βρίσκονται στη βάση όλων των εκδηλώσεων της ζωής,… …   Dictionary of Greek

  • διπλοβλαστικός — ή, ό (για ατελή πολυκύτταρα: σπόγγους και κοιλεντερωτά) εκείνος τού οποίου όλα τα όργανα προκύπτουν από δύο μόνο εμβρυϊκά φύλλα, από το εξώδερμα και το ενδόδερμα …   Dictionary of Greek

  • δισκομέδουσες — (discomedusae). Γένος μεδουσών της οικογένειας των δισκομεδουσιδών, της ομοταξίας των σκυφοζώων. Περιλαμβάνει μερικά είδη που χαρακτηρίζονται κυρίως από το πλατύ δισκοειδές σώμα τους, με πολυοδοντωτή περιφέρεια. Έχουν πολλά κνιδοκύτταρα, που όταν …   Dictionary of Greek

  • εκβλάστηση — Αγενής αναπαραγωγή, η οποία είναι συνηθισμένη στα πρωτόζωα, στα ποροφόρα (σπόγγοι), στα κοιλεντερωτά και στους πλατυέλμινθες. Η διαδικασία προβλέπει τον πολλαπλασιασμό και τη διαφοροποίηση των κυττάρων σε ορισμένα τμήματα του σώματος, έτσι ώστε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”